παιγνίδι(ον)

παιγνίδι(ον)
τό
1) игра; развлечение, забава;

παιδικά παιγνίδια — детские игры;

2) (детская) игрушка;
3) перен. игрушка, забава;

αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

4) перен. орудие, игрушка;

γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

судно стало игрушкой волн;
5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παιγνίδι(ον)" в других словарях:

  • παιγνίδι — το (ΑΜ παιγνίδιον, Μ και παιγνίδιν) βλ. παιχνίδι …   Dictionary of Greek

  • παιγνίδι — το βλ. παιχνίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …   Dictionary of Greek

  • πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… …   Dictionary of Greek

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • -άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… …   Dictionary of Greek

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • άπαικτος — κ. άπαιχτος, η, ο (Μ ἄπαικτος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος που δεν παίχτηκε («ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο 2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι μσν. ακατάλληλος για αστεϊσμό …   Dictionary of Greek

  • αναχλός — ή, ό άβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε < αναχνός (με ανομοίωση του ν προς λ ) < *αναγνός (< ανα * + αγνός, πρβλ. παιγνίδι παιχνίδι) είτε < ανάχνοος] …   Dictionary of Greek

  • αντέμι — το άλμα, πήδημα (ως παιγνίδι) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»